- συργουλίζω
- μετ. льстить (кому-л.); заискивать (перед кем-л.); задабривать (кого-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συργουλίζω — Ν κολακεύω, καλοπιάνω κάποιον … Dictionary of Greek
συργουλιστός — ή, ό, Ν [συργουλίζω] κολακευτικός. επίρρ... συργουλιστά Ν (τροπ.) με κολακείες … Dictionary of Greek
συργουλεύω — Ν συργουλίζω … Dictionary of Greek